Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωνησείω — Α επιθυμώ να αγοράσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠνοῦμαι + εφετική κατάλ. (η)σείω (πρβλ. πολεμ ησείω)] … Dictionary of Greek
ωνητιώ — άω, Α ὠνησείω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠνοῦμαι + εφετική κατάλ. ητιῶ (πρβλ. πασχ ητιῶ)] … Dictionary of Greek